- καταπληγώνω
- (Μ καταπληγώνω)(επιτ. τ. τού πληγώνω)1. (κυριολ. και μτφ.) προξενώ σε κάποιον πολλές πληγές, κατατραυματίζω κάποιον, τόν γεμίζω πληγές2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταπληγωμένος, -η, -ο(ν)γεμάτος από πληγές, κατατραυματισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.